- αἰέναος
- αἰένᾰος, ἀέναος,-ον1 everflowinga met., unending, continuous αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (Schroeder: ἀένναον codd.: ἀέναον Byz.) O. 14.12 καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις αἰενάου πυρός (Schr.: ἀένν- codd.: ἀέν- Byz.) P. 1.6 ἕσπετο δ' αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 4.b ever prepared καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις (Pauw: ἀενάοις codd.) N. 11.8c frag. ]
ἀέναος ωσο[ Pae. 21.14
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.